- σμήξῃ
- σμήχωwipe offaor subj mid 2nd sgσμήχωwipe offaor subj act 3rd sgσμήξηι , σμῆξιςcleansingfem dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμήξη — η / σμῆξις, ήξεως, ΝΑ [σμήχω] νεοελλ. ναυτ. εργασία για αφαίρεση τών υδάτων που μένουν στο κατάστρωμα μετά το πλύσιμό του αρχ. 1. καθαρισμός («σμήξει τε ὀδόντων καὶ ὀνυχισμῷ», Στράβ.) 2. πλύσιμο με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή 3. σκούπισμα … Dictionary of Greek
σμηκτικός — ή, ό / σμηκτικός, ή, όν, ΝΑ [σμήκτης] 1. ο σχετικός με το σμήγμα ή με τη σμήξη 2. (κυρίως για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική δύναμη («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», Αθήν.) νεοελλ. φρ. α) «σμηκτική κατάσταση» φυσ. χημ.… … Dictionary of Greek